- παινώ
- παινάω μετ. см. παινεύω 1;
παινιέμαι, παινούμαι см. παινεύομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παινιέμαι, παινούμαι см. παινεύομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παινώ — (Μ παινῶ, άω) βλ. παινεύω … Dictionary of Greek
(ε)παινώ — (ε)παίνεσα, (ε)παινέθηκα, (ε)παινεμένος, μτβ. 1. επιδοκιμάζω με θερμά λόγια και εκφράσεις, εγκωμιάζω, παινεύω. 2. απονέμω έπαινο (βλ. λ., 2) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
παίνια — η και παίνιο, το (ιδίως στο ουδ. πληθ.) τα παίνια εγκώμια, έπαινοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παινώ] … Dictionary of Greek
παινάδι — και παινέδι, το αρετή, προτέρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινώ / παινεύω + κατάλ. άδι (πρβλ. ψεγ άδι)] … Dictionary of Greek
παινεύω — και παινώ παίνεψα, παινεύτηκα, παινεμένος, εγκωμιάζω, μιλώ κολακευτικά για κάποιον· μέσ., παινεύομαι και παινιέμαι καυχιέμαι, παινεύω τον εαυτό μου: Ο γύφτος αν δεν παινέψει το καλύβι του θα πέσει και θα τον πλακώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)